- κετονοξέα
- ταχημ. οργανικά οξέα που περιέχουν μία ή περισσότερες ομάδες καρβονικού οξέος και μία ή περισσότερες ομάδες κετόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ceto acids < ceto- (πρβλ. κετόνες) + acids «οξέα»].
Dictionary of Greek. 2013.