κετονοξέα

κετονοξέα
τα
χημ. οργανικά οξέα που περιέχουν μία ή περισσότερες ομάδες καρβονικού οξέος και μία ή περισσότερες ομάδες κετόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ceto acids < ceto- (πρβλ. κετόνες) + acids «οξέα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρβοξυλάσες — Ομάδα ενζύμων της κατηγορίας των λυασών, που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητά τους να αφαιρούν διοξείδιο του άνθρακα (αποκαρβοξυλίωση) από τα κετονοξέα (κετοκαρβοξυλάση) και από τα αμινοξέα (αμινοκαρβοξυλάση). Στην πρώτη περίπτωση, ως συνένζυμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”